- ίλαρεύομαι
- ίλαρεύομαι, sich freuen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιλαρεύομαι — ἱλαρεύομαι (Α) [ιλαρός] γίνομαι περιχαρής, χαίρομαι … Dictionary of Greek
ἱλαρεύομαι — to be joyful pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρευόμενον — ἱλαρεύομαι to be joyful pres part mp masc acc sg ἱλαρεύομαι to be joyful pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρευθήσεται — ἱλαρεύομαι to be joyful fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρευόμενος — ἱλαρεύομαι to be joyful pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρεύεσθαι — ἱλαρεύομαι to be joyful pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλαρεία — ἱλαρεία, ἡ (Α) [ιλαρεύομαι] 1. χαρά, φαιδρότητα 2. στον πληθ. αἱ ἱλαρεῑαι τα Ιλάρια* … Dictionary of Greek
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek
καθιλαρεύομαι — (Α) γίνομαι ιλαρός, φαιδρός, χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱλαρεύομαι (< ἱλαρός)] … Dictionary of Greek
ροσιλαρεύομαι — Α 1. φέρομαι με πραότητα, με προσήνεια 2. καλωσορίζω, υποδέχομαι ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἱλαρεύομαι «γίνομαι φαιδρός, ιλαρός, χαίρομαι»] … Dictionary of Greek
προσιλαρευόμενος — πρόσ ἱλαρεύομαι to be joyful pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)